Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαληπτός — διαληπτός, ή, όν (Α) [διαλαμβάνω] ευδιάκριτος … Dictionary of Greek
διαληπτόν — διαληπτός distinguishable masc acc sg διαληπτός distinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)